οιδιπόδειο σύμπλεγμα

οιδιπόδειο σύμπλεγμα
Βασική, για τη ψυχανάλυση, τάση συναισθηματικής προσκόλλησης του γιου προς τη μητέρα, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει τάση απώθησης του πατέρα. Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του παιδιού, η ετεροερωτική φάση εμφανίζεται στην ηλικία των 3 ετών, οπότε το παιδί προσελκύεται από ένστικτο από τη μητέρα του, προς την οποία κατευθύνει όλη του την αγάπη. Η τάση αυτή συνεπάγεται απώθηση προς τον πατέρα, με τον οποίο πρέπει να μοιραστεί την αγάπη της μητέρας. Το παιδί ζηλεύει τον πατέρα του, τον οποίο, κατά κάποιο τρόπο, θεωρεί αντίπαλο του και, πολλές φορές, εύχεται τον θάνατό του. Στα φυσιολογικά παιδιά το σύμπλεγμα εξαφανίζεται αργότερα, με την επίδραση των εκδηλώσεων της libido.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύμπλεγμα — Όρος, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, μολονότι όχι ακριβολογημένα, για να δείξει την παρουσία αισθημάτων συνειδητών, δυσάρεστων και γεμάτων άγχος, που αφορούν εμάς τους ίδιους ή που αποδίνονται σε άλλους («έχω ένα σωρό συμπλέγματα»,… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… …   Dictionary of Greek

  • οιδιπόδειος — α, ο (Α οἰδιπόδειος, α, ον, θηλ. και ος, σπάν. και οἰδιπόδιος, α, ον) [Οιδίπους] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οιδίποδα («τῇ Οἰδιποδειᾳ καλουμένῃ κρήνῃ» κρήνη τών Θηβών στο νερό τής οποίας θεωρείται ότι έπλυνε τα χέρια του ο Οιδίπους μετά… …   Dictionary of Greek

  • συναίσθημα — Τα συναισθήματα, μαζί με τις συγκινήσεις, θεωρούνται τυπικές εκδηλώσεις της συναισθηματικής ζωής. Συγκριτικά με τις συγκινήσεις, τα σ. συνεπάγονται υποκειμενικά μια χαλαρότερη συγκινησιακή κατάσταση, που συνοδεύεται αντικειμενικά με ελαφρές… …   Dictionary of Greek

  • οιδιπόδειος — α, ο αυτός που αναφέρεται στον Οιδίποδα: Οιδιπόδειο σύμπλεγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”